κραυγαλέος

κραυγαλέος
-α, -ο
αυτός που κραυγάζει, που φωνάζει ή αποκαλύπτει, ο έντονος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …   Dictionary of Greek

  • λαζοφαρδάτος — λαζοφαρδᾱτος, η, ον (Μ) κραυγαλέος, επιδεικτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. λαζοφαρδεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”